-
1 προσανάπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσανάπτω
См. также в других словарях:
προσανάπτω — ΜΑ προσάπτω, αποδίδω σε κάποιον κάτι («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνάπτω «αναρτώ, προσδένω, αποδίδω»] … Dictionary of Greek